- φτωχικός
- η , ό1) бедный, нищенский;
φτωχική μερίδα — жалкая доля;
2) скудный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτωχική μερίδα — жалкая доля;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτωχικός — ή, ό / πτωχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτωχικός Ν [φτωχός / πτωχός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε φτωχό (α. «φτωχική φορεσιά» β. «ἤδη δ ἀγύρτης πτωχικὴν ἔχων στολὴν εἰσῆλθε πύργους», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φτωχικό α)… … Dictionary of Greek
φτωχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε φτωχό, πενιχρός, ταπεινός, λιτός: Φτωχικά ρούχα. – Φτωχικό φαΐ. 2. το ουδ. ως ουσ., φτωχικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου … Dictionary of Greek
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
λαϊκός — ή, ό (AM λαϊκός, ή, όν) [λαός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω») νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) … Dictionary of Greek
μπατίρικος — η, ο [μπατίρης] αυτός που είναι φτωχός ή αυτός που είναι φτωχικός. επίρρ... μπατίρικα με μπατίρικο τρόπο … Dictionary of Greek
πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ … Dictionary of Greek
πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… … Dictionary of Greek
πτωχικός — ή, όν, Ν βλ. φτωχικός … Dictionary of Greek